-
1 δεύω
δεύω (A), [tense] impf. ἔδευον, [dialect] Ep. δεῦον, [dialect] Ion. δεύεσκον, Od.8.522, Il.13.655, Od.7.260: [tense] fut.Aδεύσω Eub.90.4
: [tense] aor.ἔδευσα Eup.332
, Pl.Com. 173.9, S.Aj. 376(lyr.):—[voice] Med., Od.5.53:—[voice] Pass., ib.6.44, etc.: [tense] fut. δεύσομαι ([etym.] ἀνα-) Gal.10.867: [tense] aor.ἐδεύθην Hp.Ulc.11
, Thphr.HP9.9.1: [tense] pf.δέδευμαι E.Fr.467.5
, Pl.Lg. 782c, X.Cyr.6.2.28:—wet, drench, δεῦε δὲ γαῖαν (sc. αἷμα) Il.13.655, cf. 23.220;γλάγος ἄγγεα δεύει 2.471
;δάκρυ δ' ἔδευε.. παρειάς Od.8.522
;σπογγιὰν δεύων Hp.Loc. Hom.12
: c. dat. modi,εἵματα δ' αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Od.7.260
:— [voice] Pass.,δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Il.9.570
;αἵματι δὲ χθὼν δεύετο 17.361
;χρίμασι δευόμενοι Xenoph.3.6
;μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι Pl.Lg.
l.c.; to be flooded with light,ἀργέτι δεύεται αὐγῇ Emp.21.4
; ῥίζα ὄξει δευθεῖσα steeped in.., Thphr. l. c.:—[voice] Med., πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ wets his wings in the brine, Od.5.53, cf. E.Alc. 184: rarely c. gen. modi,αἵματος ἔδευσε γαῖαν Id.Ph. 674
(lyr.).2 mix a dry mass with liquid, so as to make it fit to knead, Ar.Fr. 271;δεῦσαι καὶ μάξαι X.Oec.10.11
;ἄρτον ὕδατι δεδευμένον Id.Cyr.6.2.28
; ἀλφίτοις δ. knead up with meal, D.H.7.72.II causal, make to flow, shed,ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα S.Aj. 376
(lyr.).------------------------------------A miss, want, [voice] Act. used by Hom. only in [tense] aor., ἐδεύησεν δ' οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι he missed, failed in reaching it, Od.9.483, 540: δεύει, = δεῖ, IG12(2).526A 19 ([place name] Eresus);δεύοντος Alc.Oxy.1788.15
ii 3.II Dep. [full] δεύομαι, [tense] fut.δευήσομαι Od.6.192
, = [dialect] Att. δέομαι, feel the want or loss of, be without, θυμοῦ δευόμενος reft of life, Il.3.294, 20.472; stand in need of, ;ἐν καίροις ἐπιμεληΐας δευομένοις IG12(2).243
([place name] Mytilene); αἴ κέ τινος δεύωνται ib.15.26; ἐδεύετο ἤματος ὥρη.. νέεσθαι the time of day required her to return, A.R.3.1138.2 to be wanting, deficient in,δ. πολέμοιο Il.13.310
μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο 17.142
: abs., in need,22.492
; τετράκις εἰς ἑκατὸν δεύοιτό κεν it would fall short.., A.R.2.974.3 c. gen. pers., to be inferior to,ἄλλα τε πάντα δεύεαι Ἀργείων Il.23.484
;οὔ τευ δευόμενον Od.4.264
.
См. также в других словарях:
δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
ερεμνός — ἐρεμνός, ή, όν και ἐρεμναῑος, η, ον (Α) 1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός 2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» σκοτεινή φήμη (Σοφ.) 3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.) 4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος] … Dictionary of Greek